- αστροναυτικός
- η , ό[ν]1) относящийся к астронавту; 2) относящийся к астронавтике
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αστροναυτικός — ή, ό 1. ο σχετικός με την πτήση στο διάστημα 2. το θηλ. ως ουσ. η αστροναυτική η επιστήμη της πτήσης στο διάστημα … Dictionary of Greek